ἀλινδῆθραι

ἀλινδῆθραι
ἀλινδήθρα
place for horses to roll in
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”